κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: λοίσθημα | Medium diacritics: λοίσθημα | Low diacritics: λοίσθημα | Capitals: ΛΟΙΣΘΗΜΑ |
Transliteration A: loísthēma | Transliteration B: loisthēma | Transliteration C: loisthima | Beta Code: loi/sqhma |
ατος, τό, = τέλος, πέρας, Hsch.
λοίσθημα: τό, «τέλος, πέρας. ἔσχατος» Ἡσύχ.
λοίσθημα, τὸ (Α) λοίσθος (I), (κατά τον Ησύχ.) «τέλος, πέρας. ἔσχατος».