μακτήριον
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
τό, A = μάκτρα, Plu.2.159d: pl. μακτήρια, prob. = food, Call.Fr.7.32 P., cf. Sch. II μ.· ἱλαστήριον, κάλυμμα, ἱερὸν κρύφιον, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ον (τό) :
rouleau pour étendre la pâte.
Étymologie: μάσσω.
Russian (Dvoretsky)
μακτήριον: τό скалка для раскатывания теста Plut.