μαρτυρητέον
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
one must testify, Dsc.Praef.2.
Greek (Liddell-Scott)
μαρτῠρητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μαρτυρεῖν, Διοσκ. ἐν τῷ προοιμ.