μελλοθάνατος

Revision as of 15:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

[θᾰ], ον, A at the point of aeath, Sch.Ar. Pl.277.

German (Pape)

[Seite 125] im Begriffe zu sterben, dem Tode nahe, zw.

Greek (Liddell-Scott)

μελλοθάνᾰτος: -ον, ὁ μέλλων ἐντὸς ὀλίγου νὰ ἀποθάνῃ, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Πλ. 277.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μελλοθάνατος, -ον)
αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα
νεοελλ.
άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + θάνατος (πρβλ. ετοιμο-θάνατος)].