μυόβρωτος
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
ον, devoured by mice, POsl.52.5 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
μυόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ μυῶν καταβρωθείς, Βασιλ. Αὐτοκρ. Πρόχειρ. σ. 106, 3.
Greek Monolingual
μυόβρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που φαγώθηκε από τα ποντίκια, ποντικοφαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -βρωτος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ιχθυό-βρωτος].