ξυλομυρσίνη
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Full diacritics: ξῠλομυρσίνη | Medium diacritics: ξυλομυρσίνη | Low diacritics: ξυλομυρσίνη | Capitals: ΞΥΛΟΜΥΡΣΙΝΗ |
Transliteration A: xylomyrsínē | Transliteration B: xylomyrsinē | Transliteration C: ksylomyrsini | Beta Code: culomursi/nh |
ἡ, A = μυρσίνη ἀγρία, v.l. in Dsc.4.144.
ξυλομυρσίνη, ἡ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + μυρσίνη.