παλλικάριον
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
τό (for παλληκ-, cf. παλλήκιον, πάλληξ), A page, POxy. 1863.4.
Greek Monolingual
παλλικάριον, τὸ (Μ)
βλ. παλληκάρι.