πανεύμορφος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ον, most beautiful, ib.2.17, 8.995 (both Sup.).
German (Pape)
[Seite 459] ganz, sehr schön gestaltet, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνεύμορφος: -ον, πάνυ εὔμορφος, εὐμορφότατος, Τζέτζ. Ἱστ. 2. 17., 8. 995, ἐν τῷ ὑπερθ.
Greek Monolingual
-ον, Μ
πανέμορφος, ωραιότατος.