παπποσπέρματα

Revision as of 14:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

τά, seeds crowned with down, Thphr.HP7.3.2.

German (Pape)

[Seite 466] τά, = πάππος 3), Saamen mit einer Federkrone, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

παπποσπέρματα: τά, σπέρματα ἔχοντα πάππον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 7. 3, 2.

Greek Monolingual

τὰ, Α
σπέρματα με πάππο, δηλ. με χνούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + σπέρμα.