παπποσπέρματα
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
τά, seeds crowned with down, Thphr. HP 7.3.2.
German (Pape)
[Seite 466] τά, = πάππος 3), Saamen mit einer Federkrone, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
παπποσπέρματα: τά, σπέρματα ἔχοντα πάππον ΙΙ, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 7. 3, 2.
Greek Monolingual
τὰ, Α
σπέρματα με πάππο, δηλ. με χνούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + σπέρμα.