παραλληλία

From LSJ
Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλληλία Medium diacritics: παραλληλία Low diacritics: παραλληλία Capitals: ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑ
Transliteration A: parallēlía Transliteration B: parallēlia Transliteration C: parallilia Beta Code: parallhli/a

English (LSJ)

ἡ, A being side by side, repetition of a letter, Eust. 149.8; of words of identical meaning, pleonasm, ταὐτὸν κατὰ παραλληλίαν δηλοῦν Id.961.32.

German (Pape)

[Seite 488] das Nebeneinanderstehen, bes. gleicher Wörter, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παραλληλία: ἡ, τὸ παραλλήλως κεῖσθαι, ἐπὶ ἀλλεπαλλήλων ὁμοίων γραμμάτων ἐν τῇ αὐτῇ λέξει, ὡς π. χ. εἰ ἐλέγομεν δέδοιδα θὰ εἴχομεν παραλληλίαν τῶν δ, Εὐστ. 149. 8, ἐπὶ ταὐτοσήμων λέξεων, «ἡ Πυθία χρήσασα τό, ‘καὶ κωφοῦ ξυνίημι καὶ οὐ λαλέοντος ἀκούω’, παραλληλίσασα διεσάφησε» ὁ αὐτ. 1539, 58.

Greek Monolingual

ή, ΝΜ παράλληλος
η ιδιότητα τών παράλληλων πραγμάτων, το να είναι δύο πράγματα παράλληλα μεταξύ τους
νεοελλ.
φρ. α) «παραλληλία μαθημάτων» — η συγγένεια τών διδασκόμενων μαθημάτων ως προς το περιεχόμενο
β) «αξίωμα παραλληλίας»
μαθημ. αξίωμα της ευκλείδειας γεωμετρίας που αναφέρει ότι, αν δοθεί μια ευθεία, ε, και ένα σημείο Α έξω από αυτήν, τότε μία μόνον παράλληλος της ε διέρχεται από το Α
μσν.
(για ταυτόσημες λέξεις) πλεονασμός.