παρασύνθετος

Revision as of 12:05, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

ον, A formed from a compound, A.D.Synt.330.5, EM131.42, 155.56, 493.18. Adv. -τως An.Ox.3.182.

German (Pape)

[Seite 501] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

παρασύνθετος: -ον, ὁ ἀπὸ συνθέτου παραγόμενος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 324, Ἐτυμολ. Μέγ. 131. 42., 155, έν τέλ. 493. 18· ἀλλὰ παρασύνθεσις ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φαβωρ. ἐν λ. πρόθεσις ὡς σημαῖνον σύνθεσις προθέσεως μετὰ ῥήματος ἀρχομένου ἀπὸ φωνήεντος, ὡς κάθημαι.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρασύνθετος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη λέξη («το ρ. αποστατώ είναι παρασύνθετο, επειδή παράγεται από τη σύνθετη λέξη αποστάτης»)
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. Αρεοπαγίτης < Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης < Άγιος Τάφος
2. (το ουδ. πληθ.) τα παρασύνθετα
οι παρασύνθετες λέξεις.

Russian (Dvoretsky)

παρασύνθετος: грам. произведенный от составного слова.