Αρεοπαγίτης
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
Greek Monolingual
ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης)
μέλος του Αρείου Πάγου
αρχ.
αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος»).