αποστατώ
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστατώ, -έω)
νεοελλ.
1. στασιάζω, επαναστατώ
2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι
αρχ.
1. στέκομαι μακριά από κάποιον
2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι
3. λείπω, απουσιάζω
4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά.