παυστικός

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστικός Medium diacritics: παυστικός Low diacritics: παυστικός Capitals: ΠΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paustikós Transliteration B: paustikos Transliteration C: pafstikos Beta Code: paustiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = παυστήριος (fit for ending, fit for relieving) 1, δίψης EM 543.51.

German (Pape)

[Seite 538] = dem Vorhergehenden, δίψης, E. M. 543, 51.

Greek (Liddell-Scott)

παυστικός: ἡ, όν, = τῷ προηγ., παυστικὸν δίψης Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 51.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παύω
ο κατάλληλος για κατάπαυση ή ανακούφιση, ο παυστήριοςπαυστικός δίψης», Μέγα Ετυμολογικόν).