περιάμφοδος

From LSJ
Revision as of 17:50, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιάμφοδος Medium diacritics: περιάμφοδος Low diacritics: περιάμφοδος Capitals: ΠΕΡΙΑΜΦΟΔΟΣ
Transliteration A: periámphodos Transliteration B: periamphodos Transliteration C: periamfodos Beta Code: peria/mfodos

English (LSJ)

ον, A having a way all round it, of a detached house or block of houses, Hsch. s.v. διάλαυρος.

German (Pape)

[Seite 568] von allen Seiten zu umgehen, bes. von freistehenden großen Gebäuden od. ganzen Straßenvierteln, insula der Lateiner, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιάμφοδος: -ον, Ἡσύχ. ἐν λ. διάλαυρος: «διάλαυρος· οἰκία μεγάλη πανταχόθεν λαύραις διειλημμένη, ἡ λεγομένη περιάμφοδος».

Greek Monolingual

-ον, Α
(για οικοδομές ή μεγάλα τμήματα πόλης) αυτός που έχει δρόμους προς όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄμφοδος «οδός, δρόμος»].