περιρραντίζω

Revision as of 17:10, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

English (LSJ)

A = περιρραίνω, LXX Nu. 19.13, al.; v.l. for -νοτίζω in Alex.Trall.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

περιρραντίζω: ῥαντίζω ὁλόγυρα, τύπος ἰσοδύναμος τῷ περιρραίνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 13, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ΝΑ
περιρραίνω, ραντίζω γύρω γύρω.