πολύμαλος

From LSJ
Revision as of 15:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμᾱλος Medium diacritics: πολύμαλος Low diacritics: πολύμαλος Capitals: ΠΟΛΥΜΑΛΟΣ
Transliteration A: polýmalos Transliteration B: polymalos Transliteration C: polymalos Beta Code: polu/malos

English (LSJ)

ον, v. πολύμηλος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμᾱλος: -ον, ἴδε ἐν λ. πολύμηλος.

English (Slater)

πολύμᾱλος
   1 rich in fruit v. πολύμηλος.]

Greek Monolingual

-ον, Α
πλούσιος σε μήλα, σε καρπούς δέντρων («ἐν πολυμάλω Σικελίᾳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μαλος (< μᾶλον, δωρ. τ. του μῆλον «μήλο, καρπός, φρούτο»)].

Russian (Dvoretsky)

πολύμᾱλος: дор. = πολύμηλος.