προέγγυος
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
ὁ, ἡ, Dor. πρώγγυος, surety, Tab.Heracl.1.100, al., Schwyzer394(Acarnania, iv B.C.), Milet.3 No.138.39(iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 717] ὁ, ἡ, s. προὔγγυος.
Greek (Liddell-Scott)
προέγγυος: ὁ, ἡ, ἴδε προὔγγυος.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πρώγγυος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που προσφέρεται ως εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἔγγυος «εγγυητής» (< ἐγγυῶ)].