πρώτειος

From LSJ
Revision as of 20:22, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρώτειος Medium diacritics: πρώτειος Low diacritics: πρώτειος Capitals: ΠΡΩΤΕΙΟΣ
Transliteration A: prṓteios Transliteration B: prōteios Transliteration C: proteios Beta Code: prw/teios

English (LSJ)

α, ον, A of the first quality, μέταξα Lyd.Mag.2.4; οἶνος Orib.5.33.4, cf. Aët.12.55, PLond.5.1764 (vi A.D.).

Greek Monolingual

ή πρωτεῑος, -εία, -ον, Α πρωτεῑον
(για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που κατέχει την πρώτη θέση, που ξεχωρίζει για την ποιότητά του, ο έξοχος (α. «πρωτείου δούλου τιμὴν κατέβαλε», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «καὶ τὰ ἴσα σοι παρασχεῖν ἐν πρωτείῳ οἴνῳ», πάπ.).