γειοφόρος
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ον,
A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).
Greek (Liddell-Scott)
γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Full diacritics: γειοφόρος | Medium diacritics: γειοφόρος | Low diacritics: γειοφόρος | Capitals: ΓΕΙΟΦΟΡΟΣ |
Transliteration A: geiophóros | Transliteration B: geiophoros | Transliteration C: geioforos | Beta Code: geiofo/ros |
ον,
A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).
γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.