Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Full diacritics: σαλάριον | Medium diacritics: σαλάριον | Low diacritics: σαλάριον | Capitals: ΣΑΛΑΡΙΟΝ |
Transliteration A: salárion | Transliteration B: salarion | Transliteration C: salarion | Beta Code: sala/rion |
τό, Lat. salarium, salary, POxy.473.45 (ii A.D.), etc.: Adj. σαλάριος, μέτρον PMasp.100.20 (vi A.D.).
τὸ, Α
μισθός, επίδομα ή σύνταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salarium «επίδομα που δινόταν σε στρατιώτες για αλάτι, μισθός» (< sal, salis «αλάτι»)].