σινόδους

Revision as of 17:59, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ, hurting with the teeth, Hsch. (cf. συνόδους).

German (Pape)

[Seite 883] οντος, 1) mit den Zähnen schadend, beschädigend, verletzend. – 2) ὁ σ., ein Fisch; Arist. H. A. 9, 2 ist nach den mss. συνόδους vorzuziehen.

Greek (Liddell-Scott)

σινόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῶν ὀδόντων βλάπτων, Ἡσύχ. ― Πρβλ. συνόδους.

Greek Monolingual

και σινόδων και σε κώδ. σινώδων, -οντος, ὁ, ἡ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που με τα δόντια του, με το δάγκωμά του πληγώνει ή καταστρέφει
2. το αρσ. ως ουσ.σινόδους και σινόδων
είδος σαρκοφάγου ψαριού που ζει κατά αγέλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σιν- του σίνομαι + ὀδούς / ὀδών, -όντος«δόντι». Κατά την επικρατέστερη άποψη, όμως, ο τ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. σίνομαι, ενώ ορθός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. συνόδους «αυτός που έχει πυκνά δόντια» (βλ. λ. συνόδους)].