σινόδων
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
οντος, ὁ, a kind of sea-bream, prob. Dentex vulgaris, Epich.69, Arist.HA591a11, 610b5, Antiph.43, Archestr.Fr.17, Dorio ap.Ath.7.322c (codd. vary between σινόδων, σινώδων, συνόδων).
Russian (Dvoretsky)
σινόδων: οντος ὁ зубатка (род хищной рыбы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σινόδων: -οντος, ὁ, εἶδος ἰχθύος κατ’ ἀγέλας ζῶντος καὶ σαρκοβόρου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24., 9. 2, 1, κ. ἀλλ.· τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν γραφῶν σινόδων, σινώδων, συνόδων.