συοβοιωτοί
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
οἱ, Hog-Boeotians, Cratin.310(corr. Porson).
Greek Monolingual
οἱ, Α
1. προσωνυμία τών Βοιωτών λόγω της τραχύτητας αλλά και του θράσους που τους χαρακτήριζε
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Βοιωτοὶ σύες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + Βοιωτοί].