τετρᾶς
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ,
A quadrant of a circle, Vitr.4.2.4, 4.3.4, 10.6.1.
II a coin, Lat. quadrans, Hsch.; cf. ἑξᾶς; on the accent cf. Hdn.Gr.1.56.
German (Pape)
[Seite 1099] ᾶντος, ὁ, der vierte Theil. – Bes. eine Münze, vier χαλκοῖ an Werth, quadrans, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾶς: ᾶντος, ὁ, τὸ τέταρτον κύκλου, Βιτρούβ. 3. 3., 10. 11. ΙΙ. νόμισμα, Λατιν. quadrans, «τετρᾶντα· τετράγωνόν τι σχῆμα. δηλοῖ δὲ καὶ τοὺς τέσσαρας χαλκοῦς» Ἡσύχ., πρβλ. ἐξᾶς. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σελ. 46.