τοιθορύσσω
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
shake violently, with fem. Subst. τοιθορύκτρια, Hsch. (cf. τανθαρύζω).
Greek (Liddell-Scott)
τοιθορύσσω: σείω ἰσχυρῶς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
βλ. τανθαρύζω.
Frisk Etymology German
τοιθορύσσω: {toithorússō}
See also: s. τανθαρύζω.
Page 2,908