φιλένθεος
English (LSJ)
ον, filled with divine influence, δειράς Limen.22; of a person, religious, IG3.1384; of Pan, lover of inspired frenzy, Orph.H.11.5.
German (Pape)
[Seite 1276] Begeisterung liebend, Orph.. II. 10, 5.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλένθεος: -ον, ὁ εὐκόλως γινόμενος ἔνθεος, ὁ συνήθως ἢ εὐκόλως ἐνθουσιαζόμενος, Ὀρφ. Ὕμν. 10. 5, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 176.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα
2. θρήσκος
3. (για τον Πάνα) εραστής της θεόπνευστης μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔνθεος.