φυγόπατρις
From LSJ
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, fugitive from one's country, Cat.Cod.Astr.2.198.
Greek Monolingual
-άτριδος, ὁ, ἡ, Α
φυγάς, εξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -πατρίς (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. μισό-πατρις, φιλόπατρις.