ψευδάνωρ

Revision as of 09:37, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, A sham man, epithet of Dionysus, Polyaen. 4.1.

German (Pape)

[Seite 1393] ορος, der unächte Mann, der fälschlich für einen Mann Gehaltene, ohne es zu sein, Διόνυσος Polyaen. 4, 18, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδάνωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ ψευδὴς ἀνὴρ, ὁ Βάκχος, ἴδε Πολύαινον 4. 1.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που θεωρείται άνδρας χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ-άνωρ].