ἀδιάπαυστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A not to be stilled, incessant, violent, Plb.4.39.10, Phalar.Ep.67.3. Adv. -τως Plb.1.57.1, Antyll. ap. Orib.4.11.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάπαυστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπαύσῃ, ἀδιάκοπος, ὁρμητικός, Πολύβ. 4. 39, 10. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 1. 57. 1.
Spanish (DGE)
-ον
1 incesante, que no para, interminable, ἀπόρρυσις Plb.4.39.10, κίνδυνοι Phalar.Ep.67.3, ἐπιστολαί Alciphr.4.17.3, λόγοι PMil.Vogl.43.2.11 (II d.C.).
2 adv. -ως incesantemente, sin parar ἀ. πληγὴν ἐπὶ πληγῇ τιθέναι Plb.1.57.1, cf. 21.28.5, Antyll. en Orib.4.11.14.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάπαυστος: непрерывный, непрекращающийся, постоянный (κίνδυνος Polyb.).