ἀκύκητος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
ον, untroubled, διάνοιαι Phld.D.1.17.
Spanish (DGE)
-ον no turbado διάνοιαι Phld.D.1.17.25.
Greek Monolingual
ἀκύκητος, -ον (Α) κυκῶ
ο αδιατάρακτος.