ἀλλοιωπός
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
English (LSJ)
όν, of different shapes, Emp.21.
Spanish (DGE)
-όν
de formas cambiantes δι' ἀλλήλων δὲ θέοντα γίγνεται ἀλλοιωπά (los principios) corriendo uno a través del otro adoptan formas diferentes Emp.B 21.14.
Greek Monolingual
ἀλλοιωπός, -ὸν (Α) ἀλλοῖος
αυτός που έχει διάφορες μορφές, ποικίλη εμφάνιση.