ἀνάπτησις
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
εως, ἡ, upward flight, Hierocl. in CA26p.478M.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπτησις: -εως, ἡ πρὸς τὰ ἄνω πτῆσις, Φιλῆς περὶ Ζῴων, τ. Α΄, σ. 170. ἔκ. Mil.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
vuelo, acción de remontar el vuelo, ἐντεῦθεν Hierocl.in CA 26.3.