ἀμφορικός
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ή, όν, like an amphora, κάδοι Sch.Ar.Av.1032.
German (Pape)
[Seite 146] κάδος, urnenartig, Schol. Ar. Av. 1032.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφορικός: -ή, -όν, ὅμοιος ἀμφορεῖ, ἀμφ. κάδος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρνιθ. 1032.
Spanish (DGE)
-ή, -όν de forma de ánfora κάδοι Sch.Ar.Au.1032.