ἀναδικεῖν
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
defect. aor., throw back, Ep. 3sg. ἄνδικε AB394.
German (Pape)
[Seite 186] zurück-, umwerfen, bei B. A. 394 ἄνδικε.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδῐκεῖν: ἐλλειπτ. ἀόρ., ἀναρρίπτειν. Ἐπ. γ΄ ἑν. πρόσ. προστ. «ἄνδικε: ἀνάρριψον» Α. Β. 394.