ἀναερτάω
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
hang up, dedicate, AP6.195 (Arch.), Antip.Sid.Oxy.662.53.
German (Pape)
[Seite 187] aor. ἀνηέρτησε, dasselbe, Archi. 4 (VI, 195).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναερτάω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἀναείρω, Ἀνθ. Π. 6. 195. Ὁ Νόννος (Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιβ΄, 6.) ἔχει ἀναερτάζω.
Spanish (DGE)
colgar en el templo, dedicar, Ἀθάνα αὐλόν AP 6.195 (Arch.), cf. Antip.Sid.3656P.
Russian (Dvoretsky)
ἀναερτάω: досл. поднимать, подвешивать, перен. приносить в дар (αὐλὸν Ἀθάνᾳ Anth.).