ἀπαιθύσσομαι
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
A flare, stream, of a torch, D.S.2.53.—Act. in EM 233.34, intr., of the eyes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιθύσσομαι: παθ., ἐπὶ πυρσοῦ ἢ λαμπάδος, ῥίπτω φλόγα κυματοειδῆ, τὰ δὲ ἐφ’ ἕν μέρος ἔχοντα κεκλιμένας τὰς ἐπὶ τῆς κορυφῆς κόμας , σχηματισμὸν ἀποτελεῖ λαμπάδος ἀπαιθυσσομένης Διόδ. 2. 53. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ἐτυμ. Μ. 233. 34, ἀμετάβ. ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀστράπτω.
Spanish (DGE)
resplandecer de una antorcha, D.S.2.53
•en v. act. brillar de los ojos EM 233.35G.