ἀποδρομή

Revision as of 10:19, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, harbour of refuge, σκάφαις dub. in Peripl.M.Rubr. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρομή: ἡ, (δραμεῖν) τὸ ἀποτρέχειν, παρέκκλισις, ἀποπλάνησις ἐκ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 493.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 puerto de poco calado, refugio σκάφαις Peripl.M.Rubri 3.
2 huída fig. τὴν ἀχάλινον ἀποδρομὴν ... εἰς ... ἐπιθυμίας Cyr.Al.M.68.381C.

Greek Monolingual

ἀποδρομή, η (Μ) δρομή
η παρέκκλιση από την ευθεία οδό
νεοελλ.
επίρρ. απόδρομο και απόδρομα
μακριά από τον δρόμο.