δρομή
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ἡ, = δρόμος, Hdn.Gr.1.325.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 carrera Hdn.Gr.1.325, Arc.110.10.
2 concurrencia, concurso οὐ γὰρ ἄλλην τινὰ τοῦ σώματος ἐπινοήσεις φύσιν ἔξω τῆς δρομῆς τῶν στοιχείων pues no concebirías ninguna otra naturaleza corporal aparte de la concurrencia de los elementos Gr.Nyss.M.46.109A.
German (Pape)
[Seite 667] ἡ, der Lauf, Arcad. p. 110.