ἁρμοστέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must adapt, A.D.Pron.79.9 codd.; one must apply, Ps.-Democr.Alch. p.47B.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁρμόζω, δεῖ ἁρμόζειν, Κλήμ., Ἁλ. 196.
Spanish (DGE)
hay que adaptar ἐφ' ἧς οὐδὲ τὸ τῆς ἐπιφερομένης πτώσεως ἁρμοστέον A.D.Pron.79.9 (cód.), τόδε Ps.Democr.p.47.17, πρὸς τὴν τῶν χωρίων φύσιν ... τοὺς ἑλείους (ἰχθῦς) Gp.20.1.3.