γεωνόμος
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
ον, (νέμω)
A one who distributes land, IG12.45 (pl.). 2 receiving a portion of distributed lands, colonist, D.C.38.1:—also γεω-νόμης, ου, ὁ, Phryn.PSp.57 B.
Greek (Liddell-Scott)
γεωνόμος: -ον, (νέμω) ὁ λαμβάνων μέρος τῶν διανεμομένων γαιῶν, ἄποικος, Δίων Κ. 38. 1· οὕτως ἐν τῷ τύπῳ γεωνόμης, Α. Β. 32.