ἐμπειράομαι
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
Dep., make trial of, τινός Hp.Nat.Mul.99.
German (Pape)
[Seite 811] = ἐμπειράζω, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπειράομαι: ἀποθ. = ἐμπειράζω, τινὸς Ἱππ. 584. 40.