ἐπεισπράττω
From LSJ
English (LSJ)
exact besides, D.C.74.8.
German (Pape)
[Seite 912] noch dazu eintreiben, D. Cass. 74, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπράττω: εἰσπράττω προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, τετραπλάσια ἐπεσέπραξε Δίων Κ. 74. 8.
Greek Monolingual
ἐπεισπράττω (Α)
εισπράττω επί πλέον.