ἐπιμάχομαι
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
fight after, act as a reserve, Ael.Tact.17, Arr.Tact.15.5.
Greek Monolingual
ἐπιμάχομαι (AM)
μσν.
μάχομαι
αρχ.
(για στράτευμα) χρησιμοποιούμαι ως εφεδρεία.