ἐπιμάχομαι
From LSJ
English (LSJ)
fight after, act as a reserve, Ael.Tact.17, Arr.Tact.15.5.
Greek Monolingual
ἐπιμάχομαι (AM)
μσν.
μάχομαι
αρχ.
(για στράτευμα) χρησιμοποιούμαι ως εφεδρεία.
Full diacritics: ἐπιμᾰχομαι | Medium diacritics: ἐπιμάχομαι | Low diacritics: επιμάχομαι | Capitals: ΕΠΙΜΑΧΟΜΑΙ |
Transliteration A: epimáchomai | Transliteration B: epimachomai | Transliteration C: epimachomai | Beta Code: e)pima/xomai |
fight after, act as a reserve, Ael.Tact.17, Arr.Tact.15.5.
ἐπιμάχομαι (AM)
μσν.
μάχομαι
αρχ.
(για στράτευμα) χρησιμοποιούμαι ως εφεδρεία.