ἐπιπαραδέχομαι
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
Gramm., take besides, ἄρθρον A.D.Synt.170.13.
Greek Monolingual
ἐπιπαραδέχομαι (Α)
γραμμ. παίρνω, δέχομαι επιπρόσθετα («ἐπιπαραδέχεται ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.).