ἐρής
From LSJ
αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
English (LSJ)
(nom. not found), A son, child, gen. pl. ἐρέων, dat. pl. ἔρεσσι Puchstein Epigr.Gr.p.76; acc. pl. ἐρέας, dat. pl. ἐρέεσφι, = τέκνα, τέκνοις (Thess.), Hsch.
Greek Monolingual
ἐρής, ὁ (Α)
επιγρ. (άχρ. ονομαστ. ονόματος, του οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. ἐρέων, η δοτ. πληθ. ἔρεσσι και θεσσαλ. ἐρέεσφι και η αιτ. πληθ. ἐρεάς)
τέκνο, γιος.