ἐψευσμένως

From LSJ
Revision as of 14:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐψευσμένως Medium diacritics: ἐψευσμένως Low diacritics: εψευσμένως Capitals: ΕΨΕΥΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: epseusménōs Transliteration B: epseusmenōs Transliteration C: epsefsmenos Beta Code: e)yeusme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ψεύδομαι) A falsely, wrongly, Pl. Lg.897a, Str.1.2.30, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐψευσμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψεύδομαι, ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.

Greek Monolingual

ἐψευσμένως (Α)
επίρρ. ψευδώς, απατηλά, λανθασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. παρακμ. εψευσμένος του ψεύδομαι].

Russian (Dvoretsky)

ἐψευσμένως: ложно Plat.