ἑλιξόπορος
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
ον, revolving, ἄτρακτος Procl.H.1.48.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλιξόπορος: -ον, πορευόμενος ἑλικοειδῶς, ὁ περιστρεφόμενος, ἑλιξοπόροισιν ἀτράκτοις Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Σόλ. 48, Μανέθ. 4. 437., κτλ.